- κουτρουβάλα
- ηκατρακύλισμα με το κεφάλι κάτω, τούμπα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουτρουβάλα — η 1. η πτώση, το κατρακύλημα με το κεφάλι προς τα κάτω 2. η τούμπα 3. κατρακύλημα με συνεχείς, απανωτές τούμπες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. σχηματισμός < κουτρουβαλώ] … Dictionary of Greek
κουτρουβαλιάζω — [κουτρουβάλα] κάνω κάποιον ή κάτι να πέσει με το κεφάλι προς τα κάτω, ανατρέπω βίαια, τουμπάρω … Dictionary of Greek
κουτρουβάλιασμα — το [κουτρουβαλιάζω] η κουτρουβάλα, η πτώση, το κατρακύλημα … Dictionary of Greek
κουτρουβάλιασμα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κουτρουβαλιάζω, κουτρουβάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τούμπα — η (λ. λατ.) 1. λόφος, μικρό ύψωμα, ψήλωμα. 2. ακροβατική περιστροφή στον αέρα με το κεφάλι προς τα κάτω: Έκανε μια τούμπα πριν πατήσει στο έδαφος. 3. πέσιμο, κουτρουβάλα, κατρακύλισμα: Γλίστρησα και πήρα δυο τούμπες. 4. χάλκινο πνευστό μουσικό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)